τσίγκινος

τσίγκινος
çinko

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσίγκινος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από τσίγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίγκος + κατάλ. ινος (πρβλ. χάλκ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • τσίγκινος — η, ο που είναι κατασκευασμένος από τσίγκο, από ψευδάργυρο: Τσίγκινο πιάτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”